- ξέφωτος
- -η, -οηλιόλουστος, φωτερός, που δε σκιάζεται από τίποτα: Μα η Ροδόπη ξέφωτη στηλώνει την κορφή της μεσουρανίς (Γρυπάρης).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ξέφωτος — η, ο 1. (για τόπο) ηλιόλουστος, ολοφώτεινος 2. το ουδ. ως ουσ. το ξέφωτο έκταση ανοιχτή, χωρίς δέντρα, μέσα σε δάσος 3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ξέφωτα α) μετά την εορτή τών Φώτων, μετά τα Θεοφάνεια β) υπό άπλετο φως, την ημέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός … Dictionary of Greek